φυλλορόος

φυλλορόος
-ον, Α
(για το φθινόπωρο) αυτός που κάνει να πέσουν τα φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + -ροος (< ῥόος / ῥοῦς < ῥέω), πρβλ. αἱμό-ροος, ἐλαιό-ροος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φυλλορόῳ — φυλλορόος leaf shedding masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλλορροώ — φυλλορροῶ, έω, ΝΜΑ [φυλλορόος] (για δένδρα και άλλα φυτά) ρίχνω τα φύλλα μου, μού πέφτουν τα φύλλα το φθινόπωρο νεοελλ. μτφ. χάνομαι βαθμιαία, οδηγούμαι σε εξαφάνιση (α. «η επιχείρηση φυλλορροεί» β. «η αγάπη μας φυλλορροεί») αρχ. 1. κωμ. ρίχνω,… …   Dictionary of Greek

  • φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”